ἀκερματία

ἀκερματία
ἀκερμ-ατία, , ([etym.] κέρμα)
A want of money, Ar.Fr.15 (unless as Verb -ιᾶν).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακερματία — ἀκερματία, η (Α) η έλλειψη κερμάτων, χρημάτων, η αναπαραδιά (Αριστοφ. απ. 119). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κέρμα, ατος και ἀ κερμ ία, από το θ. τής ονομαστικής] …   Dictionary of Greek

  • ἀκερματίαν — ἀκερματίᾱν , ἀκερματία want of money fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακερμία — ἀκερμία, η (Α) η άκερματία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”